Άρθρο

ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΙΣ (ΜΕΡΟΣ Γ) – Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος (ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ)

Τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἔρχεται μέ τήν νηστεία νά ἐξαφανίση τό ἀνθρώπινο σῶμα, πού εἶναι «ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος». Ἀντίθετα μάλιστα φροντίζει τό σῶμα, ἐκτός τῶν ἄλλων καί μέ τήν νηστεία. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη γνωρίζει τήν ἀξία τῆς νηστείας καί τήν ἐπιβάλλει σάν μέσο θεραπευτικό σχεδόν ὅλων τῶν ἀσθενειῶν. Πέραν ὅμως ἀπό τή σημασία πού ἔχει ἡ νηστεία ἤ δίαιτα στήν ἰατρική ἐπιστήμη καί στή φυσιολογία ἤ φυσική ὑγιεινή, στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει ἄλλες μεταφυσικές διαστάσεις. Σάν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κακό καί τήν ἁμαρτία ἀφ’ ἑνός καί σάν ὑπακοή ἀπό τῶν τροφῶν ἀφ’ ἑτέρου, ἀποτελεῖ μοναδικό καί ἀποτελεσματικό μέσο πνευματικό-θεραπευτικό πολλῶν ἀσθενειῶν, ὄχι μόνο σωματικῶν, ἀλλά καί τῶν ψυχικῶν. Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι δέν πρέπει ἡ νηστεία, ὡς ἀποχή ἀπό τά φαγητά νά ὑπερβαίνη τά ὅρια τῶν δυνάμεων τοῦ κάθε ἀνθρώπου. «Σοῦ οὖν ἡ νηστεία μέτρον ἐχέτω» (Μέγας Ἀθανάσιος). Γιαυτό κι’ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι «ἐγκράτεια ἀρίστη ἡ ἑκάστῳ μετρουμένη πρός τήν τοῦ σώματος δύναμιν».

Ὁ Πνευματικός, προικισμένος μέ τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, θά βρῆ τό μέτρο γιά τόν καθένα χωριστά. Δέν θά ἐπιβάλη π.χ. αὐστηρή νηστεία στόν φυματικό ἤ στόν ἀναιμικό. Θά χρειαστεῖ ἴσως πολλές φορές νά ἀπαγορεύση τελείως τή νηστεία ἀπό τά φαγητά στίς περιπτώσεις πού ἐπιβάλλεται τοῦτο ἀπό λόγους ὑγείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ἐάν ὁ Χριστιανός νηστεύει ὑπερβολικά, περισσότερο ἀπό τή σωματική του ἀντοχή, ὑπάρχει κίνδυνος νά καταπέση ἄῤῥωστος στό κρεββάτι καί νά μή μπορεῖ συνεπῶς νά ἐπιτελέση ἄλλα σπουδαῖα ἔργα. Ὁ χρυσοῦς τή γλώσσα καί τό στόμα Ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπίσης ὑπογραμμίζει: «Τόν μέν γάρ νηστεύονταν εἰκός καί συγγνώμης τυχεῖν, σώματος ἀσθένεια προβαλλόμενον, τόν δέ μή διορθώσαντα αὐτοῦ τά πλημμελήματα, ἀμήχανον ἀπολογίας τυχεῖν.» Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος πού ἀναγκάζεται νά μήν νηστεύση ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενικῆς του κράσεως, θά τύχῃ συγγνώμης. Ἀλλ’ ἐκεῖνος πού δέν θά συγχωρεθῆ (διορθωθεῖ), θἆναι ἀναπολόγητος. Ἡ ἀπόλαυση ἄφθονης καί λιπαρῆς τροφῆς δημιουργεῖ στήν ψυχή ἀναθυμιάσεις, πού σάν ἕνα πυκνό νέφος καπνοῦ ἐμποδίζουν τόν νοῦν ν’ ἀντικρύση τίς ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πλήν ὅμως, ἡ ἄσκηση πρός ἐν-Χρίστωση ἔχει καί τή θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγῶνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, πού ὁδηγοῦν (πρός) «θεοειδῆν ἕξιν». Καθώς μᾶς μυοῦν οἱ φιλοκαλικοί μας δάσκαλοι, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν». Πέραν δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό κακές συνήθειες, τά πάθη, ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτίζεται τό λογιστικό τῆς ψυχῆς, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί ἀρετές πού κοσμοῦν τόν ἔνθεο βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ Προφητάναξ Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν». (Ψαλμ. 33, 15΄. 36, 27΄). «Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησαν ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σε προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβείας τήν ἄσκησιν… Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ’ ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κἀκεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ’ ὀλίγον προκοπῆς (διακοπῆς) ἀναβῶσιν.» (Μέγας Βασίλειος, “Ὁμιλία εἰς τόν πρῶτον Ψαλμόν»).

Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος (ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ)