Βάρος | 0.240 kg |
---|---|
Χρώματα | Ασήμι, Χαλκό, Χρυσό |
.
€6.00
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου· έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή· εισάκουσόν μου, Κύριε».
Θυμιατίζουν οι ευσεβείς Χριστιανοί, είναι μια προσφορά προς τον Θεό. Μαζί με το κερί και το καντήλι αποτελούν δώρα προς τον Χριστό μας, όπως των τριών Μάγων. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λείπει από το σπίτι κάθε Χριστιανού. Με το θυμίαμα δείχνουμε την αφοσίωση μας στο θείο θέλημα. Τον παρακαλούμε να αποδεχθεί την προσευχή μας σαν ευωδία.
Το θυμιάτισμα στο σπίτι πρέπει να γίνεται δυο φορές, πρωί και βράδυ. Το πρωί δοξάζουμε τον Κύριο που πέρασε η νύχτα ειρηνικά και Τον παρακαλούμε να ευλογήσει την ημέρα, ώστε να είναι και αυτή ειρηνική. Το βράδυ δοξάζουμε τον Κύριο για όσα συνέβησαν την ημέρα και Τον παρακαλούμε να μας φυλάξει την νύχτα.
Βάρος | 0.240 kg |
---|---|
Χρώματα | Ασήμι, Χαλκό, Χρυσό |
Η Αγία Αριάδνη αν και δούλα, ήταν ανώτερη και λαμπρότερη από πολλές κυρίες, δούλες των κοσμικών ματαιοτήτων και των γήινων μολυσμών.
Η Αγία Αριάδνη έζησε στα χρόνια των βασιλέων Αδριανού και Αντωνίνου (117 - 139 μ.Χ.), και έγινε χριστιανή στη πόλη των Προμισέων (ή Πρυμνησού) στο θέμα της Φρυγίας Σαλουταρίας. Όταν το πληροφορήθηκε ο αφέντης της Τέρτυλος, ένας από τους ισχυρότερους πρόκριτους της πόλης, την πίεζε να επανέλθει στην ειδωλολατρία. Εκείνη όμως επέμενε στην χριστιανική ομολογία της, και στάθηκε αδύνατο να την πείσουν να θυσιάσει στα είδωλα, κατά την ήμερα μάλιστα που γιόρταζε τα γενέθλιά του ο γιος του κυρίου της. Τότε την έδειραν σκληρά και τη βασάνισαν για πολύ, αφού έγδαραν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια.
Για να αποφύγει περισσότερες πιέσεις, εγκατέλειψε το σπίτι του κυρίου της. Και ενώ την καταδίωκαν, έπεσε σε γκρεμό όπου και βρήκε τον θάνατο. Άλλες Συναξαριστικές πηγές, αναφέρουν ότι η ίδια η μάρτυς, παρεκάλεσε τον Θεό να ανοίξει μία πέτρα και να την δεχθή στην ρωγμή της. Εκεί μέσα η Αριάδνη ευχαριστώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα της. Τους διώκτες της θανάτωσαν με δόρατα άγγελοι Κυρίου.
|
Ο Όσιος Ξενοφών κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Ιουστίνου Α’ (518 - 527 μ.Χ.) και Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Ήταν πλούσιος συγκλητικός και διακρινόταν για την βαθιά ευσέβειά του προς τον Θεό. Είχε δύο παιδιά, τον Αρκάδιο και τον Ιωάννη. Μόλις αυτά τελείωσαν τα εγκύκλια γράμματα, τα έστειλε στη Βηρυτό της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη. Καθ’ οδόν το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν όμως και μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα όπου έγιναν μοναχοί. Οι γονείς τους, Ξενοφών και Μαρία, τους αναζήτησαν και πληροφορήθηκαν ότι διάγουν στην έρημο ασκητικό βίο, δόξασαν τον Θεό και αποταξάμενοι τον κόσμο, ακολούθησαν και αυτοί το μοναχικό βίο. Ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολύ στην αρετή και στη φιλανθρωπία, ώστε τους αξίωσε ο Θεός να επιτελούν και θαύματα. Έτσι η θεία αυτή οικογένεια έζησε θεοφιλώς και κοιμήθηκε με ειρήνη.
|
.