Βάρος | 900 kg |
---|---|
Διαστάσεις | 25 × 17 × 0.10 cm |
.
€12.00
Βιογραφία
O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης καταγόταν από τα Ευχάϊτα της Γαλατίας και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Εύξεινου Πόντου. Στρατιωτικός στο επάγγελμα, διακρίθηκε για την γενναιότητά του και γρήγορα προήχθη στους υψηλότερους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αθλητής γενναιότατος ο Θεόδωρος, ήταν συγχρόνως και υπόδειγμα σεμνότητας όπως αρμόζει σε έναν γνήσιο Χριστιανό.
Όταν το 320 μ.Χ. ο Λικίνιος διέτριβε στη Νικομήδεια, άκουσε περί του Θεοδώρου ότι είναι Χριστιανός και βδελύσσεται τα είδωλα. Αμέσως απέστειλε στην Ηράκλεια ανώτερους αξιωματούχους, για να τον συνοδεύσουν με τιμή στη Νικομήδεια. Αλλά ο Θεόδωρος διεμήνυσε διά των ιδίων απεσταλμένων στον Λικίνιο, ότι για πολλούς λόγους η παρουσία του στην Ηράκλεια ήταν συμφέρουσα και τον προέτρεπε να μεταβεί εκεί. Αποδεχθείς την πρόταση ο Λικίνιος μετέβη στην Ηράκλεια, όπου τον προϋπάντησε με λαμπρότητα ο Θεόδωρος, προς τον οποίο ο Λικίνιος άπλωσε το χέρι, ελπίζοντας ότι διά του Θεοδώρου θα προσείλκυε τους Χριστιανούς στη θρησκεία των ειδώλων. Κάποια ημέρα, ενώπιον του λαού, ο Λικίνιος προέτρεψε τον Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στον οίκο του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες. Πράγματι, ο Θεόδωρος έλαβε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά αυτών στους πτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός πτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε τον Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων. Για τον λόγο αυτό τον συνέλαβαν και αμέσως άρχισαν να τον υποβάλλουν σε πολυειδείς τιμωρίες. Τον κτυπούσαν, έκαιγαν και έγδερναν το σώμα του Μάρτυρος. Στην συνέχεια οι δήμιοι τον σταύρωσαν και διαπέρασαν τα πόδια, τα χέρια και τα κρυφά μέλη του διά περόνης, τόξευσαν το πρόσωπό του με τέτοιο τρόπο ώστε να εκχυθούν τα μάτια του και τον άφησαν επάνω στον σταυρό. Ο Λικίνιος, φοβούμενος την οργή του όχλου, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι ο φόβος παρεχώρησε την θέση του στη χαρά και η λύπη και ο κόπος στην ανάπαυση.
Το σεπτό σκήνωμά του μετετέθη, στις 8 Ιουνίου, από την Ηρακλεία στο προγονικό κτήμα του Αγίου, στα Ευχάιτα, κατά την επιθυμία του Αγίου την οποία εξέφρασε προ της εκτομής αυτού στον γραμματέα του Ούαρο. Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 8 Ιουνίου την ανακομιδή των λειψάνων του.
2 σε απόθεμα
Βάρος | 900 kg |
---|---|
Διαστάσεις | 25 × 17 × 0.10 cm |
Ο Όσιος Ξενοφών κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Ιουστίνου Α’ (518 - 527 μ.Χ.) και Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Ήταν πλούσιος συγκλητικός και διακρινόταν για την βαθιά ευσέβειά του προς τον Θεό. Είχε δύο παιδιά, τον Αρκάδιο και τον Ιωάννη. Μόλις αυτά τελείωσαν τα εγκύκλια γράμματα, τα έστειλε στη Βηρυτό της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη. Καθ’ οδόν το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν όμως και μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα όπου έγιναν μοναχοί. Οι γονείς τους, Ξενοφών και Μαρία, τους αναζήτησαν και πληροφορήθηκαν ότι διάγουν στην έρημο ασκητικό βίο, δόξασαν τον Θεό και αποταξάμενοι τον κόσμο, ακολούθησαν και αυτοί το μοναχικό βίο. Ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολύ στην αρετή και στη φιλανθρωπία, ώστε τους αξίωσε ο Θεός να επιτελούν και θαύματα. Έτσι η θεία αυτή οικογένεια έζησε θεοφιλώς και κοιμήθηκε με ειρήνη.
|
.