Ο
Όσιος Δαυίδ γεννήθηκε στη Γαρδενίτσα (τέως κτηματική περιφέρεια της κοινότητας Κυπαρισσίου) του Νομού Φθιώτιδας, πιθανότατα το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα (περί το 1490 συμπεραίνει ο Χ. Γ. Πετρινέλης, άλλοι συγγραφείς περί το 1485, ενώ ο Μητροπολίτης Γόρτυνας και Μεγαλουπόλεως, κ. Θεόφιλος Καναβός, περί το 1519) και έζησε περίπου ως το πρώτο μισό του 16ου αιώνα.
Διετέλεσε ηγούμενος της
Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας, το χρονικό διάστημα από το 1520 έως το 1532
[1], και κατόπιν μετέβη στη Βόρεια Εύβοια, στις Ροβιές του σημερινού Δήμου Ελυμνίων. Εκεί ίδρυσε μοναστήρι, το οποίο απέκτησε φήμη και, πλέον, φέρει το όνομά του. Υπήρξε ένας από τους φωτισμένους διδάσκαλους του Γένους, προσφέροντας πολλά στην παιδεία των υποδουλωμένων Ελλήνων, αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον οποίο αποδίδεται πλήθος θαυμάτων.
Αναφέρεται ότι σε ηλικία τριών ετών είδε σε όραμα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο οποίος τον παρότρυνε να τον ακολουθήσει.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έφυγε από την πατρίδα του για να υπηρετήσει σε μοναστήρι στη Μαγνησία, μαζί με τον ιερομόναχο Ακάκιο, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια, οι Δαυίδ και Ακάκιος εγκατέλειψαν το συγκεκριμένο μοναστήρι για να μεταβούν στο μοναστήρι του Κομνηνείου, στην περιοχή της Όσσας, όπου ο Όσιος δέχτηκε το αξίωμα της διακονίας.
Όχι πολύ καιρό μετά, ο Ακάκιος και ο Όσιος επισκέφτηκαν το Άγιο Όρος, τη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, προκειμένου να προσκυνήσουν τα ιερά κοινόβια. Κατόπιν, ο Όσιος Δαβίδ ακολούθησε τον Ακάκιο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί Αρχιερέας της «Αγιοτάτης Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης», στην επισκοπή του, όπου σύντομα τον χειροτόνησε Ιερέα και Λειτουργό των Αγίων του Θεού Μυστηρίων.